- εστηκω
- ἑστήκωAnth. praes. от pf. ἕστηκα к ἵστημι
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἐστήκω — εἰσ τήκω melt pres subj act 1st sg εἰσ τήκω melt pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑστήκω — ἵστημι make to stand perf subj act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίστημι — ἵστημι (ΑΜ) 1. τοποθετώ όρθιο κάτι, στήνω («ἔγχος μέν ῥ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα» Ομ. Ιλ.) 2. (για ανδριάντες, οικοδομές, τρόπαια) ιδρύω, εγείρω («ἔστησε τρόπαια») μσν. (το μέσ.) ἵσταμαι 1. είμαι όρθιος, στέκομαι 2. (για οικοδομήματα) υψώνομαι,… … Dictionary of Greek